περικυκλώνομαι

περικυκλώνομαι
περικυκλώνομαι, περικυκλώθηκα, περικυκλωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιπεριβάλλω — ἀντιπεριβάλλω (Α) 1. (για επίδεσμο) περιβάλλω, περιτυλίσσω προς το αντίθετο μέρος 2. περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω κι εγώ 3. ( ομαι) περικυκλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • καταφράσσω — (AM) παθ. καταφράσσομαι 1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως 2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι 3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα αρχ. προστατεύω …   Dictionary of Greek

  • περιστατούμαι — όομαι, ΜΑ [περίστατος] περιβάλλομαι κυκλικά, περικυκλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • συμπεριζώννυμαι — Α ζώνομαι κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιζώννυμαι «περικυκλώνομαι, ζώνομαι κυκλικά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”